μακρομόριο

μακρομόριο
το
χημ. γιγαντιαίο μόριο που περιέχει συνήθως αρκετές δεκάδες χιλιάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες άτομα και που οι διαστάσεις του κυμαίνονται από 100 έως 10.000 άνγκστρεμ, αλλ. μεγαλομόριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιώδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ι· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων, και έχει ατομικό αριθμό 53, ατομική μάζα 126,9 και ένα σταθερό ισότοπο 127Ι. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση με τη μορφή …   Dictionary of Greek

  • λιποπολυσακχαρίτης — Πολύπλοκο μακρομόριο, το οποίο αποτελείται από έναν πολυσακχαρίτη ομοιοπολικά ενωμένο με έναν λιπιδικό πυρήνα (λιπίδιο Α). Ο λ. αποτελεί συστατικό του κυτταρικού τοιχώματος όλων των αρνητικών κατά Γκραμ βακτηρίων, όπου μία από τις κύριες… …   Dictionary of Greek

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek

  • μακροϊόν — το χημ. μακρομοριακό χημικό είδος, φορτισμένο θετικά ή αρνητικά, το οποίο προκύπτει ως αποτέλεσμα ιοντισμού μιας ή περισσότερων ομάδων που ανήκουν σε ένα μακρομόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. macroion < macro (< μακρ[ο] *) + ion… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλομόριο — το βλ. μακρομόριο …   Dictionary of Greek

  • μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… …   Dictionary of Greek

  • υβρίδιο — το, Ν 1. βιολ. α) φυτό ή ζώο που προέρχεται από τη διασταύρωση μεταξύ γενετικώς ανόμοιων ατόμων, απόγονος γονέων που ανήκουν σε διαφορετικά είδη, διαφορετικά γένη ή, σπανιότερα, σε διαφορετικές οικογένειες β) (κατ επέκτ.) κάθε ετερόζυγο άτομο 2.… …   Dictionary of Greek

  • δεοξυριβονουκλεϊνικό οξύ — (DNA). Μακρομόριο που υπάρχει σε κάθε ζωντανό οργανισμό (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ιών) και έχει σπουδαίο βιολογικό ρόλο, γιατί διατηρεί και μεταφέρει γενετικές πληροφορίες σχετικά με τη δομή, την εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά όλων των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”